Abusive στα ελληνικά
Μετάφραση: abusive, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταχρηστικός, υβριστικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abuses στα ελληνικά - καταχρήσεις, παραβιάσεις, καταχρήσεων, παραβιάσεις των, παραβιάσεων των
- abusing στα ελληνικά - κατάχρηση, κατάχρηση της, κάνουν κατάχρηση, καταχράται, καταχρώνται
- abusively στα ελληνικά - καταχρηστικά, καταχρηστικώς, καταχρηστική, καταχρηστικό, την καταχρηστική
- abusiveness στα ελληνικά - καταχρηστικότητα, καταχρηστικότητας
Τυχαίες λέξεις
Abusive στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταχρηστικός, υβριστικός
Μεταφράσεις: καταχρηστικός, υβριστικός