Λέξη: κέικ

Σχετικές λέξεις: κέικ

κέικ μπανάνας, κέικ με λάδι, κέικ με ταχίνι, κέικ πορτοκάλι, κέικ σοκολάτας, κέικ με γιαούρτι, κέικ καρότου, κέικ μήλου, κέικ λεμόνι, κέικ νηστίσιμο, συνταγή κέικ, νηστίσιμο κέικ, κέικ συνταγές, κέικ αλμυρό, κέικ σοκολάτα, συνταγή για κέικ

Συνώνυμα: κέικ

τούρτα, πίτα, κουλούρα, γλύκισμα, επίπαγος

Μεταφράσεις: κέικ

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cake, cakes, the cake, of cake
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tarta, pastel, torta, pastel de, torta de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kuchen, Kuchen, Torte, cake
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
agglutiner, conglutiner, galette, biscuit, pâtisserie, tarte, gâteau, gâteaux, cake, le gâteau, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
focaccia, pasta, torta, dolce, torta di, cake, della torta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bolo, bolo de, cake, do bolo, o bolo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cake, koek, taart, gebak, cake van
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кусок, макуха, сгусток, таблетка, торт, пирожное, спекаться, кекс, жмых, брикет, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kake, kaken, cake
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kaka, bakelse, tårta, kakan
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kakku, kakkara, leivos, torttu, cake, kakun, kakkua
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kage, kagen, i'et, cake
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slepit, placka, keks, moučník, sušenka, koláč, dort, dortove, cake, koláče
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kołacz, ciasto, zlepiać, ciastko, placek, makuch, piernik, tort, zbrylać, cegiełka, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
zablepény, pogácsa, torta, süti, húspogácsa, takarmánypogácsa, sütemény, tortát, cake, tortán
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pasta, kek, cake, pastası, keki
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кекс, злиток, таблетка, брикет, кусковий, каїк, торт
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tortë, cake, kulaç, kek, tortë me
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
торта, тортата, кейк, пита, сладкиш
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
торт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
viil, kook, kooki, koogi, tükk, tort
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ploča, kolač, grudva, komad, torta, tortu, kolača, talog
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kaka, köku, Cake, kakan, kökur
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
crustum
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pyragas, pyragaitis, tortas, išspaudos, tortą, torto
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kūka, torte, rauši, kūku, cake
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
торта, колач, тортата, колачот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prăjitură, tort, tort de, turtă, prajitura
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
koláč, torta, cake, kolač, torto, torte
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
buchta, koláč, torta, tortu, dort, cake

Στατιστικά δημοτικότητας: κέικ

Τυχαίες λέξεις