Acquit στα ελληνικά

Μετάφραση: acquit, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαλλάσσω, αθωώνω
Acquit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acquisitiveness στα ελληνικά - πλεονεκτικότητα, απληστία
  • acquits στα ελληνικά - αθωώνει, απαλλάσσει, απαλλάσσει άτομα που, απαλλάσσει άτομα, αθωώνει το
  • acquittal στα ελληνικά - απαλλαγή, αθώωση
Τυχαίες λέξεις
Acquit στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαλλάσσω, αθωώνω