Act στα ελληνικά

Μετάφραση: act, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πράξη, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί
Act στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acrostic στα ελληνικά - ακροστιχίδα
  • acrylic στα ελληνικά - ακρυλικό, ακρυλικού, ακρυλικά, ακρυλική, ακρυλικές
  • acted στα ελληνικά - ενήργησε, ενήργησαν, ενεργήσει, αποφασίσει, ενεργούσε
Τυχαίες λέξεις
Act στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πράξη, πράξης, Act, πράξεως, νόμου περί