Apricot στα ελληνικά

Μετάφραση: apricot, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βερίκοκο
Apricot στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • appurtenances στα ελληνικά - παρελκόμενα, παρακολουθήματα, τα παρελκόμενα, οι δευτερεύουσες, δευτερεύουσες εγκαταστάσεις
  • apricot-tree στα ελληνικά - αγριοβερικοκιά
  • apricots στα ελληνικά - βερίκοκα, τα βερίκοκα, βερίκοκων, βερύκοκα, βερικόκων
Τυχαίες λέξεις
Apricot στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βερίκοκο