Assert στα ελληνικά

Μετάφραση: assert, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεκδικώ, υποστηρίζω
Assert στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • assents στα ελληνικά - συναινεί, σύμφωνες γνώμες, τη σύμφωνη γνώμη, σύμφωνες, σύμφωνη γνώμη
  • asserted στα ελληνικά - βεβαίωσε, υποστήριξε, ισχυρίστηκε, ισχυρίστηκαν, υποστήριξαν
  • asserter στα ελληνικά - ισχυριζόμενος, βεβαιών
Τυχαίες λέξεις
Assert στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεκδικώ, υποστηρίζω