Λέξη: καλοριφέρ

Σχετικές λέξεις: καλοριφέρ

καλοριφέρ λαδιού τιμές, καλοριφέρ χαμηλών θερμοκρασιών, καλοριφέρ mica, καλοριφέρ σώματα τιμές, καλοριφέρ λαδιού κατανάλωση, καλοριφέρ λαδιού ή θερμοπομπός, καλοριφέρ τιμές, καλοριφέρ μπάνιου, καλοριφέρ μεγάλης επιφάνειας τύπου πάνελ, καλοριφέρ λαδιού, σώματα καλοριφέρ

Συνώνυμα: καλοριφέρ

ψυγείο, ακτινοβολών, θερμοπομπός, σώμα καλοριφέρ, ψυγείο αυτοκίνητου

Μεταφράσεις: καλοριφέρ

καλοριφέρ στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
radiator, radiators, heater, heating, heaters

καλοριφέρ στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
radiador, del radiador, radiador de, radiadores, el radiador

καλοριφέρ στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
radiator, heizkörper, kühler, heizrippe, kühlrippe, Heizkörper, Kühler, Radiator

καλοριφέρ στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
réfrigérant, radiateur, radiateurs, le radiateur, radiateur de, de radiateur

καλοριφέρ στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
radiatore, termosifone, del radiatore, radiatori, radiatore ad, radiatore di

καλοριφέρ στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
irradiar, radiar, radiador, do radiador, radiador de, de radiador, radiadores

καλοριφέρ στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
radiator, radiateur, radiatoren, straler, de radiator

καλοριφέρ στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
калорифер, радиатор, батарея, излучатель, радиатора, радиаторы, радиаторов

καλοριφέρ στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
radiator, radiatoren, ovn, kjøle

καλοριφέρ στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
radiator, kylare, radiatorn, kylaren

καλοριφέρ στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lämpöpatteri, jäähdytin, jäähdyttimen, säteilijän, patterin, säteilijä

καλοριφέρ στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
køler, radiator, radiatoren, køleren, varmeapparatet

καλοριφέρ στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chladič, radiátor, chladiče, zářič, radiátoru

καλοριφέρ στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chłodnica, kaloryfer, grzejnik, radiator, promiennik, chłodnicy

καλοριφέρ στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
radiátor, fűtőtest, hűtő, radiátoros, sugárzó

καλοριφέρ στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
radyatör, radyatörü, kalorifer, bir radyatör

καλοριφέρ στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
випромінюючий, радіатор, радиатор

καλοριφέρ στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kalorifer, radiator, radiator i, radiatorit, radiator të

καλοριφέρ στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
радиатор, радиатора, на радиатора, радиаторна, радиаторната

καλοριφέρ στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
радыятар

καλοριφέρ στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
radiaator, radiaatori, radiaatorite, radiaatorit, soojuskiirguri

καλοριφέρ στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
radijator, hladnjaka, radijatora, hladnjak, radijatorski

καλοριφέρ στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ofn, vatnskassi, ofna

καλοριφέρ στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
radiatorius, radiatoriaus, radiatorių, radiatoriai, radiator

καλοριφέρ στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
radiators, radiatoru, radiatora, radiatoram, radiator

καλοριφέρ στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
радијатор, радијаторот, радијатори, ладилникот, на ладилникот

καλοριφέρ στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
radiator, calorifer, radiatorului, radiatoare, de radiator

καλοριφέρ στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
radiátor, radiator, hladilnika, radiatorski, radiatorja, radiatorjev

καλοριφέρ στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
radiátor, chladič, chladiča

Στατιστικά δημοτικότητας: καλοριφέρ

Τυχαίες λέξεις