Avail στα ελληνικά
Μετάφραση: avail, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρησιμεύω, ωφελώ, όφελος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- auxiliaries στα ελληνικά - βοηθητικά, επικουρικοί, βοηθούς, βοηθητικά μέσα, βοηθητικές ουσίες
- auxiliary στα ελληνικά - βοηθητικός
- availabilities στα ελληνικά - διαθεσιμότητες, διαθεσιμότητας, διαθεσίμων, διαθέσιμων, των διαθεσίμων
Τυχαίες λέξεις
Avail στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρησιμεύω, ωφελώ, όφελος
Μεταφράσεις: χρησιμεύω, ωφελώ, όφελος