Λέξη: ορμέμφυτος
Συνώνυμα: ορμέμφυτος
ενστικτώδης, έμφυτος
Μεταφράσεις: ορμέμφυτος
ορμέμφυτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
impulsive, instinctive
ορμέμφυτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impulsivo, instintivo, instintiva, instinto, instintivos, instintivas
ορμέμφυτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leitend, hitzköpfig, impulsiv, instinktiv, instinktive, instinktiven, instinktives, Instinkt
ορμέμφυτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
propulseur, impulsif, propulsif, moteur, instinctif, instinctive, instinct, instinctives, instinctivement
ορμέμφυτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impulsivo, istintivo, istintiva, istintivi, istintive, istinto
ορμέμφυτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
instintivo, instintiva, intuitiva, instintivos, instintivas
ορμέμφυτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
luchtig, luchthartig, instinctief, instinctieve, gevoelsmatige, intuïtieve, instinctmatige
ορμέμφυτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
побуждающий, опрометчивый, эмульсионный, импульсивный, инстинктивный, инстинктивное, инстинктивная, инстинктивным, инстинктивно
ορμέμφυτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
instinktiv, instinktive, instinktivt
ορμέμφυτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
instinktiva, instinktiv, instinktivt, instinkt, fingertopps
ορμέμφυτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hätäinen, vaistomainen, vaistonvarainen, vaistomaisesti, vaistomaista, vaistonvaraista
ορμέμφυτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
instinktiv, instinktive, instinktivt
ορμέμφυτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hnací, podněcující, instinktivní, instinktivně, instinktivním, pudový, pudové
ορμέμφυτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
napędowy, prędki, raptowny, porywczy, spontaniczny, impulsywny, instynktowny, instynktowne, instynktowna, instynktowną, instynktownym
ορμέμφυτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
impulzív, lobbanékony, felizgatható, ösztönös, ösztönösen, az ösztönös, ösztönszerű
ορμέμφυτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
içgüdüsel, içgüdüsel bir, içgüdüsel olarak, iç güdüsel
ορμέμφυτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
порив, спонукання, імпульс, спонука, поривши, інстинктивний, інстинктивні
ορμέμφυτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
instinktiv, i pavetëdijshëm, pavetëdijshëm, instiktive, instinktive
ορμέμφυτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инстинктивен, инстинктивно, инстинктивна, инстинктивната, инстинктивното
ορμέμφυτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інстынктыўныя, інстыктыўны, інстынктыўны, інстынктыўнае
ορμέμφυτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
impulsiivne, instinktiivne, vaistlik, instinktiivselt, instinktiivsed, instinktiivsel
ορμέμφυτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
impulzivan, instinktivan, nagonski, instinktivno, instinktivna, instinktivni
ορμέμφυτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
instinctive
ορμέμφυτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
instinktyvus, instinktyvi, instinktyviai, instinktyvaus, instinktinis
ορμέμφυτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
instinktīvs, instinktīva, instinktīvais, instinktīvi, instinktīvas
ορμέμφυτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инстинктивно, инстинктивна, инстинктивни, инстинктивен, инстиктивно
ορμέμφυτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
instinctiv, instinctivă, instinctiva, instinctive, instinct
ορμέμφυτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
impulzivní, instinktivno, nagonsko, instinktivna, instinktivni, nagonski
ορμέμφυτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
inštinktívna, inštinktívny, inštinktívne, inštinktívnou, inštinktívnej
Τυχαίες λέξεις