Bow στα ελληνικά

Μετάφραση: bow, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόμπος, τόξο, φιόγκος, πλώρη, πλώρης, φιόγκο, το τόξο
Bow στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • boutonniere στα ελληνικά - μπουτονιέρα, τη μπουτονιέρα, μπουτονιέρα για, μπουτουνιέρα, μπουτονιέρα φ
  • bow-backed στα ελληνικά - τόξο, πλώρη, υποκύψει, υποκύψουν, φιόγκο
  • bow-legged στα ελληνικά - στραβοκανής, στραβοπόδης
Τυχαίες λέξεις
Bow στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόμπος, τόξο, φιόγκος, πλώρη, πλώρης, φιόγκο, το τόξο