Burden στα ελληνικά

Μετάφραση: burden, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζαλίκι, φορτίο, βάρος, φορτώνω, επιβάρυνση, επιβάρυνσης, βάρους
Burden στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • burdened στα ελληνικά - επιβαρύνονται, επιβαρυνθεί, επιβαρύνεται, βαρύνεται, επιβάρυναν
  • burdening στα ελληνικά - επιβαρύνοντας, επιβαρύνει, η επιβάρυνση, επιβάρυνση των, να επιβαρύνει
Τυχαίες λέξεις
Burden στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζαλίκι, φορτίο, βάρος, φορτώνω, επιβάρυνση, επιβάρυνσης, βάρους