Canal στα ελληνικά
Μετάφραση: canal, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κανάλι, διώρυγα, σωλήνα, καναλιού, στο κανάλι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- canadian στα ελληνικά - Καναδός, καναδικός, καναδική, καναδικό
- canaille στα ελληνικά - όχλος, Canaille
- canalization στα ελληνικά - αποχέτευση, καναλιών, διοχέτευσης, δημιουργία καναλιών, και δημιουργία καναλιών
- canalize στα ελληνικά - κατευθύνω, διοχέτευση, διοχετεύσουν, διευθέτηση της κοίτης, διοχετεύσει
Τυχαίες λέξεις
Canal στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κανάλι, διώρυγα, σωλήνα, καναλιού, στο κανάλι
Μεταφράσεις: κανάλι, διώρυγα, σωλήνα, καναλιού, στο κανάλι