Λέξη: ταυτόχρονος
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονος
ταυτόχρονος θηλασμός, ταυτόχρονος αγγλικά, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός 2012, ταυτόχρονος θηλασμός 2012, ταυτόχρονοσ προγραμματισμόσ, ταυτόχρονος δημόσιος θηλασμός
Συνώνυμα: ταυτόχρονος
συνομήλικος, ομήλικος, σύγχρονος, σύμφωνος, συμφωνών
Μεταφράσεις: ταυτόχρονος
ταυτόχρονος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
simultaneous, concurrent, contemporaneous, coeval, synchronous
ταυτόχρονος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
simultáneo, simultánea, simultáneamente, simultáneas, simultáneos
ταυτόχρονος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gleichzeitig, simultan, gleichzeitige, gleichzeitigen, gleichzeitiger
ταυτόχρονος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
simultané, simultanée, simultanément, simultanées, simultanés
ταυτόχρονος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
simultaneo, simultanea, contemporanea, simultaneamente, contemporaneamente
ταυτόχρονος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
simular, simultâneo, simultânea, simultaneamente, simultâneas, simultâneos
ταυτόχρονος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eigentijds, simultaan, gelijktijdig, gelijktijdige, simultane, tegelijkertijd
ταυτόχρονος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
синхронный, одновременный, одновременное, одновременно, одновременного
ταυτόχρονος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samtidig, simultan, samtidige, samtidig bolig
ταυτόχρονος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samtidig, simultan, samtidigt, samtidiga
ταυτόχρονος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
samanaikainen, samanaikaisesti, samanaikaista, samanaikaisen, samanaikaisia
ταυτόχρονος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
samtidig, samtidige, samtidigt, simultan, en samtidig
ταυτόχρονος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
simultánní, současný, současné, současně, souběžné
ταυτόχρονος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jednoczesny, równoczesny, jednoczesne, równoczesne, jednoczesnego
ταυτόχρονος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyidejű, egyidejűleg, szimultán, egyszerre, párhuzamos
ταυτόχρονος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eşzamanlı, aynı anda, eş zamanlı, simultane, simültane
ταυτόχρονος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
одночасний, синхронний, синхронне
ταυτόχρονος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i njëkohshëm, njëkohshme, njëkohshëm, simultan, të njëkohshme
ταυτόχρονος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
едновременен, едновременно, едновременното, едновременна, симултанен
ταυτόχρονος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сінхронны
ταυτόχρονος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üheaegne, samaaegse, samaaegne, üheaegse, samaaegset
ταυτόχρονος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
usporednog, paralelan, simultano, istodoban, istovremen, simultan, simultani, istovremena
ταυτόχρονος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samtímis, samtíma
ταυτόχρονος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienalaikis, vienu metu, tuo pačiu metu, tuo pat metu, sinchroninio
ταυτόχρονος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vienlaicīgs, vienlaicīga, vienlaicīgi, vienlaicīgu, vienlaicīgas
ταυτόχρονος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
симултан, истовремено, симултани, истовремен, симултано
ταυτόχρονος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
simultan, simultană, simultane, simultana, concomitentă
ταυτόχρονος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hkratno, istočasna, sočasna, simultano, sočasen
ταυτόχρονος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
simultánni, simultánne, simultánny, simultánnu, simultánna, aj simultánne