Capital στα ελληνικά

Μετάφραση: capital, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια
Capital στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • capillary στα ελληνικά - τριχοειδής, τριχοειδή, τριχοειδούς, τριχοειδών, τριχοειδές
  • capita στα ελληνικά - κεφαλήν, κεφαλή, κάτοικο, κατά κεφαλήν, κατά κεφαλή
  • capital-intensive στα ελληνικά - εντάσεως κεφαλαίου, έντασης κεφαλαίου, ένταση κεφαλαίου, υψηλής έντασης κεφαλαίου, υψηλής εντάσεως κεφαλαίου
  • capitalism στα ελληνικά - καπιταλισμός, καπιταλισμού, καπιταλισμό, τον καπιταλισμό, ο καπιταλισμός
Τυχαίες λέξεις
Capital στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρωτεύουσα, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, κεφάλαια