Βλάπτω στα αγγλικά

Μετάφραση: βλάπτω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mar, damage, harm, hurt, injure, vitiate, harming
Βλάπτω στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: βλάπτω

harm
  • βλάπτω
hurt
  • χτυπώ
  • βλάπτω
  • πληγώνω
  • λυπώ
  • πονώ
damage
  • βλάπτω
  • ζημιώνω
  • ζημιώ
injure
  • βλάπτω
  • πληγώνω
  • τραυματίζω
vitiate
  • φθείρω
  • βλάπτω
  • χαλώ

Σχετικές λέξεις: βλάπτω

βλάπτω αρχαια, βλαπτω συνώνυμο, βλάπτω αντώνυμο, ρήμα βλάπτω, βλάπτω αρχικοί χρόνοι, βλάπτω λεξικό γλώσσας αγγλικά, βλάπτω στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • βλάβη στα αγγλικά - damage, harm, injury, failure, impairment
  • βλάκας στα αγγλικά - dimwit, ass, idiot, nitwit, fool, moron, jackass, ...
  • βλέμμα στα αγγλικά - gaze, look, glance, eyes, eye
  • βλέπω στα αγγλικά - watch, see, view, behold, look, I see
Τυχαίες λέξεις
Βλάπτω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: mar, damage, harm, hurt, injure, vitiate, harming