Caustic στα ελληνικά

Μετάφραση: caustic, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καυστικός, σαρκαστικός
Caustic στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • causeway στα ελληνικά - κράσπεδο
  • causing στα ελληνικά - προκαλώντας, προκαλεί, προκαλούν, που προκαλεί, που προκαλούν
  • caustically στα ελληνικά - καυστικά, καυστικότητα, με καυστικότητα, σαρκαστικά, με καυστικότητα ο
Τυχαίες λέξεις
Caustic στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καυστικός, σαρκαστικός