Ceiling στα ελληνικά

Μετάφραση: ceiling, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταβάνι, οροφή, ανώτατο όριο, οροφής, ανώτατου ορίου
Ceiling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ceding στα ελληνικά - εκχώρησης, παραχώρηση, τις εκχωρούσες, εκχωρούσες, εκχωρούσα
  • ceil στα ελληνικά - μικά ανώτατα όρια, ανωτάτων ορίων που
  • ceilings στα ελληνικά - ανώτατα όρια, οροφές, ταβάνια, τα ανώτατα όρια, ανωτάτων ορίων
Τυχαίες λέξεις
Ceiling στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταβάνι, οροφή, ανώτατο όριο, οροφής, ανώτατου ορίου