Chain στα ελληνικά

Μετάφραση: chain, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αλυσίδα, καδένα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
Chain στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chain-armour στα ελληνικά - αλυσίδα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο
  • chain-linking στα ελληνικά - αλυσιδωτής σύνδεσης
Τυχαίες λέξεις
Chain στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αλυσίδα, καδένα, αλυσίδας, αλύσου, της αλυσίδας, άλυσο