Λέξη: ψίχουλο

Συνώνυμα: ψίχουλο

κομμάτι, μικρό τεμάχιο, τρυπάνι, αιχμή εργαλείου, δυάδικο ψηφίο, ψίχα, ψίχα άρτου

Μεταφράσεις: ψίχουλο

ψίχουλο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crumb, breadcrumb, crumb is, really peanuts, crumb of

ψίχουλο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
migaja, pizca, miga, la miga, crumb, migas

ψίχουλο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brocken, krume, brotkrume, scheißkerl, krümel, Krume, Krümel, crumb

ψίχουλο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mie, émietter, miette, miettes, crumb, chapelure

ψίχουλο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
briciola, mollica, briciole, briciola di, della briciola

ψίχουλο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
migalha, miolo, migalhas, crumb, do miolo

ψίχουλο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruimel, broodkruimel, kruim, crumb, schijnoplossing, kruimeltje

ψίχουλο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
частица, крошка, мякиш, крошки, для крошек, крошку, мякиша

ψίχουλο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smule, crumb, bortsmuldrende, smulebrettet

ψίχουλο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smula, crumb, inkråmet, smulor

ψίχουλο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
muru, rae, säpäle, rahtu, siru, murunen, crumb, sisuksen, rouhe

ψίχουλο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krumme, crumb, krummer, krummen, krummestruktur

ψίχουλο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
drobet, drobek, nadrobit, drobit, drobeček, drobenka, Drť

ψίχουλο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
okruch, okruszyna, miękisz, kruszyna, cząstka, gruzełek, crumb, okruchy, miękiszu

ψίχουλο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kenyérbél, morzsa, morzsát, morzsaképző, dara

ψίχουλο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kırıntı, parça, ekmek içi, kırıntısı, ufakları

ψίχουλο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кришити, крихта, крошка, крихітка, крихітко, кришка

ψίχουλο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
thërrime, crumb, tul, çikë, një çikë

ψίχουλο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
крушка, троха, трохи, за трохи, средина, средината

ψίχουλο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дробка, крошка, Малышка, малютка

ψίχουλο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saiapuru, raasuke, pudistama, crumb, riivsaia, kummipuru

ψίχουλο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mrvica, mrvice, za mrvice, mrva, crumb

ψίχουλο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Crumb

ψίχουλο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
mica

ψίχουλο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
trupinys, trupiniai, trupinių, minkštimas, nenaudėlis

ψίχουλο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kripata, mīkstums, drupata, skaidiņas, druskas

ψίχουλο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
трошки, трошка, грутка

ψίχουλο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
miez de pâine, miez, firimituri, macinat, crumb

ψίχουλο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
drobtina, Mrvica, sredica, Delček, drobtine, sredice

ψίχουλο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
omrvinka, drobček, drobcek, drobec, drobeček
Τυχαίες λέξεις