Confiscate στα ελληνικά
Μετάφραση: confiscate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατάσχω, δημεύω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- amendable στα ελληνικά - τροποποιήσιμος, μπορεί να τροποποιηθεί, τροποποιήσιμα, μπορεί να τροποποιείται, θα μπορεί να τροποποιείται
- axon στα ελληνικά - νευράξονα, άξονα, νευράξονας, άξονα του
- balloon στα ελληνικά - αερόστατο, μπαλόνι
- capon στα ελληνικά - καπόνι, Capon, καπόνι καθώς, το καπόνι, κάπονας
Τυχαίες λέξεις
Confiscate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατάσχω, δημεύω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν
Μεταφράσεις: κατάσχω, δημεύω, κατάσχουν, κατασχέσει, κατάσχει, δημεύσει, κατασχέσουν