Conviction στα ελληνικά
Μετάφραση: conviction, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πεποίθηση, καταδίκη, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bloodless στα ελληνικά - αναιμικίς, αναίμακτος, αναίμακτη, αναίμακτο, αναίμακτες
Τυχαίες λέξεις
Conviction στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πεποίθηση, καταδίκη, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή
Μεταφράσεις: πεποίθηση, καταδίκη, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή