Πεποίθηση στα αγγλικά

Μετάφραση: πεποίθηση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
belief, conviction, convinced, confident, confidence
Πεποίθηση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: πεποίθηση

credit
  • πίστωση
  • πίστη
  • έπαινος
  • υπόληψη
  • πεποίθηση
  • τιμή
reliance
  • εξάρτηση
  • εμπιστοσύνη
  • πεποίθηση
conficence
  • εμπιστοσύνη
  • πεποίθηση
conviction
  • πεποίθηση
  • καταδίκη
  • πίστη
  • φρόνημα

Σχετικές λέξεις: πεποίθηση

δικανική πεποίθηση, πεποίθηση ετυμολογία, πεποίθηση αντώνυμο, πεποίθηση αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά, πεποίθηση λεξικό γλώσσας αγγλικά, πεποίθηση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • πεπαλαιωμένος στα αγγλικά - antiquated, worn out, obsolescent, obsolete, outdated
  • πεπερασμένος στα αγγλικά - finite, a finite
  • πεπρωμένο στα αγγλικά - destiny, fate, destiny of, destinies, own destiny
  • πεπτικός στα αγγλικά - alimentary, digestive, peptic
Τυχαίες λέξεις
Πεποίθηση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: belief, conviction, convinced, confident, confidence