Λέξη: νύμφη

Σχετικές λέξεις: νύμφη

νύμφη του θερμαϊκού, νύμφη ηχώ, νύμφη του αιγαίου, νύμφη αρέθουσα, νύμφη νέδα, νύμφη του δάσουσ, νύμφη έρκυνα, νύμφη καλυψώ, νύμφη κέρκυρα, νύμφη λάρισα

Συνώνυμα: νύμφη

χρυσαλλίδα, χρυσαλίς έντομου, νεράιδα

Μεταφράσεις: νύμφη

νύμφη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pupa, nymph, bride, larva, a nymph

νύμφη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
crisálida, ninfa, ninfa de, la ninfa, ninfa del, nymph

νύμφη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
puppe, Nymphe, nymph, Nymphen

νύμφη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chrysalide, nymphe, nymph, la nymphe, nymphes, nymphe de

νύμφη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ninfa, crisalide, nymph, ninfa di

νύμφη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ninfa, ninfa de, ninfas, nymph, da ninfa

νύμφη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nimf, nymph, nimf van, nymf, De nimf

νύμφη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
куколка, нимфа, нимфы, нимфой

νύμφη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nymfe, nymph, nymfen, hulder

νύμφη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
nymf, nymph, nymfen, frun, nymphen

νύμφη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
nymfi, nymph, neitsyt, impi

νύμφη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nymfe, nymfen, nymph

νύμφη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kukla, víla, nymfa, nymfy, nymph

νύμφη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poczwarka, nimfa, nymph, nimfy, nimfą

νύμφη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nimfa, nymph, nimfát, nympha

νύμφη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
su perisi, perisi, nymph, nimf, nymph nymph

νύμφη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
цуценя, щенитися, німфа, мавка, нимфа, німфи

νύμφη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nimfë, Nimfa, vajzë tërheqëse

νύμφη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нимфа, нимфата, нимфите, на нимфа

νύμφη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
німфа

νύμφη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vastne, nümf, nymph, nümfi, merenümf

νύμφη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kukuljica, nimfa, nimfe

νύμφη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nymph

νύμφη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nimfa, nymph, Kūniņa, graži mergaitė, Nauja graži moteris

νύμφη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kūniņa, nimfa, kāpurs, jauna skaista sieviete

νύμφη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
нимфата, нимфа

νύμφη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nimfă, nimfa, nymph, nimfe, nimfei

νύμφη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nimfa, nimfo, nymph, se nimfa

νύμφη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kukla, víla, Pohádkové
Τυχαίες λέξεις