Defer στα ελληνικά

Μετάφραση: defer, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναβάλλω, αναβάλει, αναβάλλει, να αναβάλει, αναβάλει την, αναβάλλει την
Defer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acceptation στα ελληνικά - εκδοχή, αποδοχή, αποδοχής, γίνει η αποδοχή, Επιστολή αποδοχής
  • allopath στα ελληνικά - αλλοπαθητικός ιατρός
  • bagatelles στα ελληνικά - μπαγκατέλες, Μπαγκατέλλες, οι Μπαγκατέλλες
  • beckons στα ελληνικά - γνέφει, δελεαστική, είναι δελεαστική
Τυχαίες λέξεις
Defer στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναβάλλω, αναβάλει, αναβάλλει, να αναβάλει, αναβάλει την, αναβάλλει την