Define στα ελληνικά

Μετάφραση: define, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσδιορίζω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
Define στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • activity στα ελληνικά - δραστηριότητα, δραστηριότητας, δραστικότητα, δράση, δραστηριοτήτων
  • apulia στα ελληνικά - Απουλία, ΑΠΟΥΛΙΑ, Απουλίας, της Απουλίας
  • athirst στα ελληνικά - διψών
  • bavaria στα ελληνικά - Βαυαρία, Βαυαρίας, ΒΑΥΑΡΙΑ, της Βαυαρίας
Τυχαίες λέξεις
Define στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσδιορίζω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει