Deftly στα ελληνικά

Μετάφραση: deftly, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σβέλτα, επιδέξια, δεξιοτεχνία
Deftly στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • air-quenched στα ελληνικά - air-, αέρα, στον αέρα, αέρος
  • archaic στα ελληνικά - απαρχαιωμένος, αρχαίος
  • arteries στα ελληνικά - αρτηρίες, αρτηριών, τις αρτηρίες, των αρτηριών, οι αρτηρίες
  • attires στα ελληνικά - ενδυμασίες, στολές, στολές των
Τυχαίες λέξεις
Deftly στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σβέλτα, επιδέξια, δεξιοτεχνία