Deprecate στα ελληνικά

Μετάφραση: deprecate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδοκιμάζω, κατακρίνω, αποδοκιμάζουν, αποδοκιμάσει, υποτιμήσει
Deprecate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • already στα ελληνικά - ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη
  • blond στα ελληνικά - ξανθός
  • builds στα ελληνικά - χτίζει, βασίζεται, στηρίζεται, κατασκευάζει, αναπτύσσει
Τυχαίες λέξεις
Deprecate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδοκιμάζω, κατακρίνω, αποδοκιμάζουν, αποδοκιμάσει, υποτιμήσει