Λέξη: πελατεία

Συνώνυμα: πελατεία

φήμη και πελατεία, ευαρέσκεια, καλή διάθεση, αέρας εργασίας, πρακτική, πράξη, άσκηση, εξάσκηση, χρήση, προστασία, υποστήριξη, σύνδεση, σχέση, ανταπόκριση, συγγένεια, θρησκευτική κοινότητα

Μεταφράσεις: πελατεία

πελατεία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clientele, goodwill, customers, clients, customer base

πελατεία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
parroquia, clientela, clientes, la clientela, clientela de

πελατεία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Kundschaft, Klientel, Kunden, Kundenkreis

πελατεία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clientèle, achalandage, la clientèle, clientèles, une clientèle, clientèle de

πελατεία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
clientela, clienti, la clientela, una clientela, clientela di

πελατεία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
clientela, clientes, clientela de, a clientela

πελατεία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cliënteel, klandizie, klantenkring, klanten, clientèle

πελατεία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клиентура, клиенты, клиентуры, клиентуру, клиентурой

πελατεία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
klientell, klientellet, kunde, kundekrets

πελατεία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klientel, kundkrets, kunder, fulle, anspråksfulle

πελατεία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asiakaspiiri, kävijät, vieraat, asiakaskunta, asiakaskunnan, asiakaskuntaa, asiakaskunnalle, asiakaskunnassa

πελατεία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kundekreds, klientel, kunder, klientellet

πελατεία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
klientela, zákaznictvo, zákazníci, klientelu, klientely, klientelou, klientele

πελατεία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
klientela, klientelę, klientelą, klienteli, clientele

πελατεία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
utazóközönség, klientéla, ügyfelek, vevőkör, ügyfélkör, ügyfélkört, ügyfélkörét, ügyfélköre

πελατεία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
müşteriler, müşteri, bir müşteri

πελατεία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
замовники, клієнтура, клієнтуру

πελατεία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
klientelë, klientela, klientelë e, klientelë të, klientel

πελατεία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клиентела, клиенти, клиентелата

πελατεία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кліентура, добрую кліентуру, кліентуру

πελατεία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
klientuur, klientuuri, klientide, kliente, kliendid

πελατεία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
klijentela, klijentelu, klijentele, klijentelom, među klijentima

πελατεία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðskiptavina

πελατεία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klientūra, klientai, klientų, klientai sudaro, klientų dalis

πελατεία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
klientūra, klientu, klienti, klientūru, klienti ir

πελατεία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
муштерии, клиентела, клиентелата, повеќе муштерии, клиенти

πελατεία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
clientelă, clientela, clientelei, clientele, clientela de

πελατεία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Stranke, klientelo, klientele, klijentelu, strank se

πελατεία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
klientela, klienti
Τυχαίες λέξεις