Λέξη: αιτιολογώ
Σχετικές λέξεις: αιτιολογώ
αξιολογώ συνώνυμα, αξιολογώ αγγλικά, αξιολογώ λεξικό
Συνώνυμα: αιτιολογώ
λογικοποιώ, λογικεύομαι
Μεταφράσεις: αιτιολογώ
αιτιολογώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rationalize
αιτιολογώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
racionalizar, racionalización, racionalizar los, racionalizar la, de racionalizar
αιτιολογώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rationalisieren, Rationalisierung, zu rationalisieren, Rationalisierung der, rationalisiert
αιτιολογώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rationalisez, rationalisent, rationalisons, rationaliser, rationalisation, de rationaliser, rationaliser les, rationalisation de
αιτιολογώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
razionalizzare, razionalizzazione, razionalizzare le, razionalizzare la, razionalizzare i
αιτιολογώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
racionalizar, racional, racionalização, racionalizar a, racionalizar os, racionalizar o
αιτιολογώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rationaliseren, te rationaliseren, rationalisatie, rationalisering, rationalisering van
αιτιολογώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рационализировать, рационализации, рационализацию, рационализация, рационально
αιτιολογώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rasjonalisere, effektivisere, rationalize, å rasjonalisere, bortforklare
αιτιολογώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rationalisera, effektivisera, rationalisering, rationaliseras, att rationalisera
αιτιολογώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puolustella, järkeistää, järkeistämään, rationalisoida, järkeistämiseksi, järkiperäistää
αιτιολογώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rationalisere, rationalisering, rationalisering af, at rationalisere, en rationalisering
αιτιολογώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
racionalizovat, racionalizaci, racionalizace, zefektivnit, zracionalizovat
αιτιολογώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zracjonalizować, racjonalizować, racjonalizacji, racjonalizację, racjonalizacja
αιτιολογώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
racionalizálása, racionalizálják, racionalizálni, ésszerűsíteni, racionalizálására
αιτιολογώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
teşkilatlandırmak, rasyonalize, mantıklı, rasyonelleştirilmesi, rasyonel
αιτιολογώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
раціоналізації, раціоналізувати
αιτιολογώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
racionalizoj, racionalizuar, të racionalizuar, racionalizimin, racionalizojë
αιτιολογώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рационализирам, рационализира, рационализиране, се рационализира, рационализират
αιτιολογώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рацыяналізаваць
αιτιολογώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ratsionaliseerima, ratsionaliseerida, ratsionaliseerimiseks, ratsionaliseerimist, ratsionaliseerimise
αιτιολογώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
racionalizirati, racionalizaciju, racionalizira, racionalizacija, racionaliziraju
αιτιολογώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hagræða, hagræða í, rökstyðja, að hagræða, réttlæta
αιτιολογώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
racionalizuoti, racionaliau, racionaliai, racionalizuoja
αιτιολογώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
racionalizēt, racionalizētu, racionalizē, racionalizāciju, racionalizācijai
αιτιολογώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
рационализира, рационализираат, се рационализира, се рационализираат, рационализирам
αιτιολογώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
raționaliza, raționalizarea, raționalizeze, raționalizării, raționalizare
αιτιολογώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
racionalizacijo, racionalizirati, racionalizacija, racionalizaciji, racionalizirali
αιτιολογώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
racionalizovať, zracionalizovať, racionalizácie, racionalizáciu, zefektívniť
Τυχαίες λέξεις