Desperate στα ελληνικά

Μετάφραση: desperate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απελπισμένος, απεγνωσμένος, απελπιστική, απελπισμένη, απελπισμένοι, απεγνωσμένη
Desperate στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adjure στα ελληνικά - εξορκίζω, εκλιπαρώ, ορκίζω
  • bleachers στα ελληνικά - άστεγα καθίσματα θεατών σε αγώνα, κερκίδες, λευκαντές, λευκαντών
  • capaciousness στα ελληνικά - ευρυχωρία
Τυχαίες λέξεις
Desperate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απελπισμένος, απεγνωσμένος, απελπιστική, απελπισμένη, απελπισμένοι, απεγνωσμένη