Dexterity στα ελληνικά
Μετάφραση: dexterity, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτηδειότητα, δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα
Μεταφράσεις
- acid-forming στα ελληνικά - σχηματίζουν οξέα, που σχηματίζουν οξέα, σχηματοποιησής οξέος, σχηατίζουν οξέα, που σχηατίζουν οξέα
- anti-personnel στα ελληνικά - κατά προσωπικού, κατά του προσωπικού, κατά προσώπων, κατά προσωπικού που
- atomizing στα ελληνικά - ψεκασμού, ατομοποίησης, ατομοποίηση, εκνέφωσης, αεροποίησης
- bedpan στα ελληνικά - ουροδοχείο, πάπια, ουροδοχείων
Τυχαίες λέξεις
Dexterity στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτηδειότητα, δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα
Μεταφράσεις: επιτηδειότητα, δεξιοτεχνία, επιδεξιότητα