Δεξιοτεχνία στα αγγλικά
Μετάφραση: δεξιοτεχνία, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dexterity, craftsmanship, skill, virtuosity, consummate skill, skillfully
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: δεξιοτεχνία
skill
- επιδεξιότητα
- επιδεξιότης
- επιτηδειότης
- επιτηδειότητα
- δεξιοτεχνία
- δεξιοτεχνία
- αριστοτεχνία
- δεξιοτεχνία
- δεξιοτεχνία
Σχετικές λέξεις: δεξιοτεχνία
ιππική δεξιοτεχνία, δεξιοτεχνία ορισμός, δεξιοτεχνία ετυμολογια, δεξιοτεχνία λεξικό γλώσσας αγγλικά, δεξιοτεχνία στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- δεξαμενή στα αγγλικά - reservoir, tank, cistern, vat, pool
- δεξιοτέχνης στα αγγλικά - master, skilful, dab, virtuoso, artisan
- δεξιός στα αγγλικά - right, inept, right hand
- δερμάτινος στα αγγλικά - leather, in leather
Τυχαίες λέξεις
Δεξιοτεχνία στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: dexterity, craftsmanship, skill, virtuosity, consummate skill, skillfully
Μεταφράσεις: dexterity, craftsmanship, skill, virtuosity, consummate skill, skillfully