Drawing στα ελληνικά

Μετάφραση: drawing, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζωγραφιά
Drawing στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antiqueness στα ελληνικά - παλαιότητας, παλαιότητα
  • blanks στα ελληνικά - κενά, Ημιτελή, ακατέργαστα τεμάχια, κενών, τυφλά
  • caisson στα ελληνικά - υδατοστεγές κιβώτιο, κιβωτοειδές στοιχείο, κιβωτοειδές, τύπου κώδωνα
Τυχαίες λέξεις
Drawing στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζωγραφιά