Λέξη: ανοσία

Σχετικές λέξεις: ανοσία

ανοσία στο τοξόπλασμα, ανοσία ορισμός, ανοσία συνώνυμο, ανοσία ppt, ανοσία λεξικο, ανοσία wiki, ανοσία αγέλησ, ανοσία στην ερυθρά, ανοσία μετάφραση, χυμική ανοσία

Μεταφράσεις: ανοσία

ανοσία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
immunity, immune, mediated immunity, immunity to, immunity is

ανοσία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inmunidad, la inmunidad, de inmunidad, inmunidad de, exención

ανοσία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sicherheit, unanfälligkeit, Immunität, Störfestigkeit, Immunitäts, die Immunität

ανοσία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sûreté, exemption, rusticité, résistance, dispense, immunité, l'immunité, une immunité, de l'immunité

ανοσία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immunità, dell'immunità, l'immunità, di immunità, all'immunità

ανοσία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imunidade, a imunidade, de imunidade, da imunidade, isenção

ανοσία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onvatbaarheid, immuniteit, de immuniteit, onschendbaarheid, immuniteit van, vrijstelling

ανοσία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
льгота, невосприимчивость, неприкосновенность, иммунитет, изъятие, освобождение, привилегия, увольнение, иммунитета, иммунитетом, устойчивость

ανοσία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
immunitet, immunforsvar, immuniteten, immunforsvaret

ανοσία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
immunitet, immuniteten, immunitets, immunitet som

ανοσία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vapautus, immuunius, vastustuskyky, koskemattomuus, immuniteetti, koskemattomuuden, koskemattomuutta, immuniteetin

ανοσία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
immunitet, immuniteten, bødefritagelse, immunitet over

ανοσία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chráněnost, bezpečnost, nedotknutelnost, odolnost, imunita, imunity, imunitu, odolnosti

ανοσία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zabezpieczenie, nietykalność, immunitet, odporność, odporności, immunitetu, odporność na

ανοσία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mentesség, immunitás, mentelmi, mentességet, immunitást

ανοσία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dokunulmazlık, bağışıklık, immünite, bağışıklığı, dokunulmazlığı

ανοσία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вільний, звільнений, імунний, недоторканний, імунітет

ανοσία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
imunitet, imuniteti, imunitetin, imunitetit, imuniteti i

ανοσία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
имунитет, имунитета, освобождаване, на имунитета

ανοσία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імунітэт

ανοσία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
immuniteet, immuunsus, puutumatus, puutumatuse, immuunsuse, immuniteedi

ανοσία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
imunost, imunitet, imunosti, imuniteta, otpornosti

ανοσία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
friðhelgi, ónæmi, friðhelgi á, friðhelgin

ανοσία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imunitetas, imunitetą, imuniteto, atsparumas, imunitetu

ανοσία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
imunitāte, imunitāti, imunitātes, neaizskaramība, neaizskaramību

ανοσία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
имунитет, имунитетот, на имунитетот, отпорност, имунитетот на

ανοσία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imunitate, imunitatea, imunității, de imunitate, imunitatii

ανοσία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
imuniteta, imuniteto, imunost, odpornost, imunitete

ανοσία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
imunita, imunity, imunitu
Τυχαίες λέξεις