Λέξη: υπάρχοντα
Σχετικές λέξεις: υπάρχοντα
τα υπάρχοντα
Συνώνυμα: υπάρχοντα
ρούχα, περιουσία, βίος
Μεταφράσεις: υπάρχοντα
υπάρχοντα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
belongings, existing, current, the existing, of existing
υπάρχοντα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pertenencias, las pertenencias, cosas, pertenencia, bienes
υπάρχοντα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
eigentum, habseligkeiten, zubehör, Sachen, Habseligkeiten, Besitz, Habe, Hab und Gut
υπάρχοντα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
propriété, affaires, avoir, possession, effets, biens, objets, effets personnels
υπάρχοντα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
possesso, effetti personali, roba, effetti, cose, oggetti
υπάρχοντα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pertences, bens, objetos, os pertences, objectos
υπάρχοντα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toebehoren, eigendom, bezittingen, spullen, eigendommen
υπάρχοντα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скарб, принадлежность, имущество, причиндалы, пристройка, пожитки, вещь, манатки, вещи, принадлежности, вещей
υπάρχοντα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
eiendeler, eiendelene, tingene
υπάρχοντα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillhörigheter, ägodelar, saker
υπάρχοντα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
omaisuus, tavarat, omaisuutensa, tavaransa, omaisuuttasi
υπάρχοντα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
egenskab, ejendom, ejendele
υπάρχοντα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
majetek, věci, příslušenství, zavazadla, osobní věci
υπάρχοντα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dobytek, rzeczy, mienie, ruchomości, dobytku
υπάρχοντα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
holmi, holmiját, tárgyait, holmijukat, holmik
υπάρχοντα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eşya, eşyaları, eşyalarını, takımlar, eşyalar
υπάρχοντα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
речі, майно, приладдя, речей
υπάρχοντα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjera personale, plaçkë, gjërat, sendet, sendet e
υπάρχοντα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
принадлежности, лични вещи, вещи, вещите
υπάρχοντα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэчы
υπάρχοντα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
varanatuke, asjad, asjade, asju, esemete, esemed
υπάρχοντα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stvari, predmeti, osobne stvari, su stvari, predmeti lične svojine
υπάρχοντα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dót, eigur, eigum, eignum
υπάρχοντα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
turtas, nuosavybė, manta, daiktai, daiktų, daiktus
υπάρχοντα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
īpašums, mantas, mantu, iedzīves, manta
υπάρχοντα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
предмети, лични предмети, лични, багаж
υπάρχοντα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
proprietate, bunuri, lucrurile, bunurile, obiecte, bunurilor
υπάρχοντα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
predmeti, stvari, lastnina, imetje, imetja
υπάρχοντα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
veci, záležitosti, prípade
Τυχαίες λέξεις