Enough στα ελληνικά
Μετάφραση: enough, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νισάφι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- attesting στα ελληνικά - βεβαιώνει, πιστοποιεί, βεβαιώνουν, που βεβαιώνει, που πιστοποιεί
Τυχαίες λέξεις
Enough στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νισάφι
Μεταφράσεις: νισάφι