Episcopate στα ελληνικά
Μετάφραση: episcopate, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκοπή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arrogance στα ελληνικά - αλαζονεία, υπεροψία, έπαρση
- canalize στα ελληνικά - κατευθύνω, διοχέτευση, διοχετεύσουν, διευθέτηση της κοίτης, διοχετεύσει
Τυχαίες λέξεις
Episcopate στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκοπή
Μεταφράσεις: επισκοπή