Λέξη: εξερευνητής
Σχετικές λέξεις: εξερευνητής
εξερευνητής λεξικών, εξερευνητής των windows, ισπανός εξερευνητής, μίκυ εξερευνητής, εξερευνητήσ κολωνάκι, πορτογάλος εξερευνητής
Μεταφράσεις: εξερευνητής
εξερευνητής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
explorer, an explorer
εξερευνητής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
explorador, explorador de, explorer, el Explorador de, el explorador
εξερευνητής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erforscher, forscher, Forscher, Explorer, Entdecker
εξερευνητής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
explorateur, aventurier, chercheur, explorer, l'explorateur, explorateur de, exploratrice
εξερευνητής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
esploratore, Explorer, Esplora, dell'esploratore, esplorazione
εξερευνητής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
explorador, explorer, explorador de, gerenciador, explorador do
εξερευνητής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontdekkingsreiziger, Explorer, verkenner, onderzoeker
εξερευνητής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
исследователь, покоритель, зонд, первопроходец, землепроходец, геологоразведчик, исследователя, исследователем, путешественник, проводник
εξερευνητής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
explorer, oppdagelses, oppdagelsesreisende, oppdag, utforskeren
εξερευνητής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
explorer, utforskare, utforskaren, upptäcktsresande, utfors
εξερευνητής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tutkimusmatkailija, tutkija, Explorer, Explorerin, Explorerissa, tutkimusmatka
εξερευνητής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
explorer, opdagelsesrejsende, Stifinder
εξερευνητής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cestovatel, výzkumník, badatel, objevitel, Explorer, průzkumník
εξερευνητής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odkrywca, wyszukiwarka, szperacz, eksplorator, badacz, explorer, podróżnik, Eksploratora
εξερευνητής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felfedező, Explorer, intézőben, Intéző
εξερευνητής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kâşif, kaşif, Explorer, gezgini, Explorer'ı
εξερευνητής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дослідник
εξερευνητής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
eksplorues, explorer, studiues, studiues i, eksploruesi
εξερευνητής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изследовател, Explorer, пътешественик
εξερευνητής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даследчык, даследнік, дасьледчык
εξερευνητής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
maadeavastaja, uurija, explorer, Exploreri, Exploreris
εξερευνητής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
istraživač, Explorer, Explorera, istraživača
εξερευνητής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
landkönnuður, Explorer, landkönnuðurinn, könn-, könnuður
εξερευνητής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tyrinėtojas, Explorer, keliautojas, tyrinėtoju
εξερευνητής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pētnieks, avantūrists, Explorer
εξερευνητής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истражувач, Explorer, експлорер, истражувачот, прелистувачот
εξερευνητής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aventurier, explorator, explorer, exploratorul, explorator de
εξερευνητής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
explorer, raziskovalec, Raziskovalca, Explorerja
εξερευνητής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bádateľ, cestovateľ, turista, cestovatel