Escalation στα ελληνικά
Μετάφραση: escalation, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλιμάκωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- arrangements στα ελληνικά - ρυθμίσεις, διευθετήσεις, ρυθμίσεων, διακανονισμούς, καθεστώς
- bafflement στα ελληνικά - ματαίωση, πολιορκητών, σύγχυσης
- baker στα ελληνικά - φούρναρης
Τυχαίες λέξεις
Escalation στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλιμάκωση
Μεταφράσεις: κλιμάκωση