Expansion στα ελληνικά

Μετάφραση: expansion, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξάπλωση, διαστολή
Expansion στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aggro στα ελληνικά - επιθετικό
  • assaulting στα ελληνικά - επιθέσεων κατά
  • bathes στα ελληνικά - Μπανιέρες, λουτρών, λουτρά, λούζει
  • bimolecular στα ελληνικά - διμοριακή, διμοριακό, διμοριακής, διμοριακών, διμοριακές
Τυχαίες λέξεις
Expansion στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξάπλωση, διαστολή