Extend στα ελληνικά

Μετάφραση: extend, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτείνομαι, εκτείνω, επεκτείνω
Extend στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absolved στα ελληνικά - απαλλάσσεται, απήλλαξε, απάλλαξε, αποποιήθηκε, απήλλασσε
  • appeared στα ελληνικά - εμφανίστηκε, εμφανίστηκαν, φαίνεται, φάνηκε, εμφανιστεί
Τυχαίες λέξεις
Extend στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτείνομαι, εκτείνω, επεκτείνω