Λέξη: μομφή

Σχετικές λέξεις: μομφή

μομφή σημαίνει, μομφή βικιπαιδεια, μομφή σημασία, μομφή ορισμός, μομφή συνώνυμο

Συνώνυμα: μομφή

προσβολή, κηλίδα, μουσική σύνδεση, στίγμα, ευθύνη, ενοχή, επίκριση, επίπληξη, όνειδος, αιτίαση, ντροπή, στένωμα

Μεταφράσεις: μομφή

μομφή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
animadversion, reproach, slur, censure, stricture, blame

μομφή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reproche, oprobio, afrenta, reproches, reprochar

μομφή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
tadel, verweis, Vorwurf, Tadel, Schmach, Vorwürfe

μομφή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
critique, reproche, reprocher, opprobre, reproches, reprocher à

μομφή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rimprovero, rimproverare, biasimo, vituperio, obbrobrio

μομφή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
censura, vergonha, censurar, opróbrio, reprovação

μομφή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verwijt, verwijten, schande, smaad, smaadheid

μομφή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
порицание, осуждение, критика, хула, упрек, упрекнуть, упрекать, упрека, укор

μομφή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bebreidelse, hån, vanære, spott, håne

μομφή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förebråelse, förebrå, smälek, förebråelser, förebrår

μομφή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
moite, moittia, häväistyksen, häväistykseksi, moitetta

μομφή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bebrejdelse, bebrejde, Forhaanelse, Forsmædelse, Skændsel

μομφή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kritika, výčitka, vyčítat, pohanění, útržku, potupu

μομφή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krytyka, zarzut, wyrzut, wymówka, hańba, karcenie

μομφή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szemrehányás, szemrehányást, gyalázatot, gyalázatomat, gyalázat

μομφή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sitem, suçlama, kınama, suçlamak, ayıplamak

μομφή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осуд, огуда, докір, закид

μομφή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
turp, qortim, turpi, turpi i, objekt përçmimi

μομφή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
порицание, укор, позор, упрек, присмех, укоряване

μομφή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
папрок, дакор, яго папрок, закід

μομφή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
etteheide, heita, etteheiteid, ette heita, teotuseks

μομφή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prigovor, prijekor, zamjerka, sramota, sramotu, ruglo

μομφή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
háðungar, háðung, spotti, vanvirða, skömm

μομφή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priekaištas, priekaištauti, panieką, gėda, tyčiosis

μομφή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārmetums, pārmest, negods, pārmetumiem, pārmetumu

μομφή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
срам, прекор, укор, од срам, укори

μομφή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reproș, ocară, ocara, reproșa, de ocară

μομφή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kritika, očitek, sramota, zasmeh, sramoto, zasramovanje

μομφή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kritika, výčitka
Τυχαίες λέξεις