Feign στα ελληνικά

Μετάφραση: feign, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσποιούμαι, επιτηδεύομαι
Feign στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alleges στα ελληνικά - ισχυρίζεται, προβάλλει, αντλείται, αντλείται από, προσάπτει
  • allusively στα ελληνικά - υπαινικτικά, υπαινικτικό, με υπαινικτικό, υπαινικτικό τρόπο
  • burdened στα ελληνικά - επιβαρύνονται, επιβαρυνθεί, επιβαρύνεται, βαρύνεται, επιβάρυναν
  • catalyzing στα ελληνικά - καταλυτικό, καταλυτική, κατάλυσης, καταλυτικού, καταλύσεως
Τυχαίες λέξεις
Feign στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσποιούμαι, επιτηδεύομαι