Following στα ελληνικά

Μετάφραση: following, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακολούθηση, οπαδοί, ακολουθία
Following στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • administrate στα ελληνικά - διοικώ
  • bonder στα ελληνικά - συσκευή σύνδεσης
  • burns στα ελληνικά - εγκαύματα, εγκαυμάτων, τα εγκαύματα, καίει
Τυχαίες λέξεις
Following στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακολούθηση, οπαδοί, ακολουθία