Foreign στα ελληνικά

Μετάφραση: foreign, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξένος, εξωτερικός
Foreign στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • annulment στα ελληνικά - ακύρωση, ακυρώσεως, την ακύρωση, ακύρωσης, περί ακυρώσεως
  • asymmetry στα ελληνικά - ασυμμετρία
Τυχαίες λέξεις
Foreign στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξένος, εξωτερικός