Free στα ελληνικά
Μετάφραση: free, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτεξούσιος, δωρεάν, τσάμπα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- atomistic στα ελληνικά - ατομιστικής, ατομιστική, ατομικιστικός, ατομιστικές, ατομικιστικής
- audited στα ελληνικά - ελέγχθηκαν, ελεγχθεί, ελέγχονται, ελεγμένες, έλεγχο
Τυχαίες λέξεις
Free στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτεξούσιος, δωρεάν, τσάμπα
Μεταφράσεις: αυτεξούσιος, δωρεάν, τσάμπα