Gain στα ελληνικά

Μετάφραση: gain, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απολαβή
Gain στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • apostolate στα ελληνικά - αποστολικό, αποστολικό έργο
  • casualness στα ελληνικά - αφροντισία, τυχαίο, προχειρότητα, πόσο χαλαρά
Τυχαίες λέξεις
Gain στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απολαβή