Hindrance στα ελληνικά

Μετάφραση: hindrance, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπόδιο, παρακώλυση
Hindrance στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • behindhand στα ελληνικά - αναχρονιστικός, καθυστερημένος
  • blest στα ελληνικά - Μακάριοι, μακάριος, μακάριο, Μακάρια, Blest
  • carpal στα ελληνικά - καρπικός, καρπικής, καρπικό, καρπική, το καρπικό
Τυχαίες λέξεις
Hindrance στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπόδιο, παρακώλυση