Hired στα ελληνικά

Μετάφραση: hired, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαλτός, μισθοφορικός
Hired στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • accredit στα ελληνικά - διαπιστεύω, εξουσιοδοτώ
  • alpinism στα ελληνικά - αλπινισμός, αναρρίχηση, ορειβασία, αλπινισμού, αλπινισμό
  • busybody στα ελληνικά - αλλοτριοπραγμών, ανακατωσούρης, ανακατωσούρας, ανακατωσούρα
Τυχαίες λέξεις
Hired στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαλτός, μισθοφορικός