Λέξη: περίοπτος
Σχετικές λέξεις: περίοπτος
περίοπτος συνώνυμο, περίοπτος σημασία
Μεταφράσεις: περίοπτος
περίοπτος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
conspicuous, prominent, prestigious, salient
περίοπτος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
eminente, prominente, destacado, importante, prominentes, destacada
περίοπτος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sichtbar, auffällig, auffallend, prominente, prominent, prominenten, prominenter, herausragende
περίοπτος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
palpable, distinct, remarquable, marquant, visible, manifeste, éminent, évident, lucide, net, ostensible, clair, apparent, éclatant, voyant, prononcé, proéminent, important, importante, premier plan
περίοπτος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vistoso, evidente, prominente, importante, di primo piano, di rilievo, preminente
περίοπτος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
proeminente, destaque, proeminentes, de destaque, importante
περίοπτος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vooraanstaand, prominente, vooraanstaande, prominent, belangrijke
περίοπτος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
броский, показной, заметный, выдающийся, видный, приметный, различимый, видимый, известный, видным, крупное
περίοπτος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
iøynefallende, fremtredende, framtredende, fremstående, prominente, prominent
περίοπτος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tydlig, framträdande, framstående, stående, framskjuten
περίοπτος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
näkyvä, merkittävä, näkyvästi, näkyvämpi, huomattava
περίοπτος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fremtrædende, prominent, prominente, iøjnefaldende, fremstående
περίοπτος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
význačný, nápadný, zřetelný, jasný, eminentní, viditelný, zřejmý, prominentní, přední, významný, výrazné, prominentním
περίοπτος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyraźny, widoczny, pokaźny, wyrazisty, wybitny, wydatny, wystający, czołowy
περίοπτος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kiemelkedő, prominens, kiemelt, feltűnő, neves
περίοπτος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
önemli, belirgin, önde gelen, tanınmış, önde
περίοπτος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
видимий, помітний, показний, відомий
περίοπτος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i mirënjohur, i spikatur, shquar, i shquar, të shquar
περίοπτος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заметнем, виден, изтъкнат, видно, важна, известен
περίοπτος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вядомы
περίοπτος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
silmnähtav, silmapaistev, tuntud, olulisem, silmatorkav, olulisi
περίοπτος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
očit, glasovit, primjetan, istaknut, isturen, istaknuti, istaknuta, ugledni, izražaja
περίοπτος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áberandi
περίοπτος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garsus, pastebimas, iškilus, žinomas, garsių
περίοπτος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
izcils, ievērojama, svarīga, svarīgus, ievērojamu
περίοπτος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истакнати, истакнатиот, истакнат, истакната, познат
περίοπτος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
remarcabil, proeminent, important, proeminente, proeminentă, vizibil
περίοπτος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vidno, izrazit, izrazita, izstopajoča, pomemben
περίοπτος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nápadný, prominentnej, prominentný, prominentné, prominentnú, prominentných
Τυχαίες λέξεις